αμφιβάλλω

αμφιβάλλω
(Α ἀμφιβάλλω)
1. έχω αμφιβολία, δισταγμό, δεν είμαι βέβαιος για κάτι, αμφιταλαντεύομαι
2. αμφισβητώ, διστάζω να πιστέψω κάτι
αρχ.
(στον Όμ. συνήθ. σε τμήση) Ι. ενεργ. περιβάλλω, ρίχνω ή εναποθέτω κάτι γύρω από κάποιον ή κάτι
1. (για ρούχα) ντύνω κάποιον, τού φορώ (πρβλ. ἀμφι-έννυμι)
2. περιβάλλομαι, αποκτώ, γεμίζω από κάτι
3. ρίχνω τα χέρια μου γύρω από κάποιον, αγκαλιάζω, εναγκαλίζομαι
4. πιάνω, αρπάζω
5. περιστοιχίζω, περικυκλώνω, περικλείω
6. πλήττω, χτυπώ από παντού
7. συλλαμβάνω ως αιχμάλωτον, αιχμαλωτίζω
8. (στην ιατρ., για μέλη τού σώματος) κινώ ή συστρέφω απότομα
9. φρ. «ἀμφιβάλλω εἰς τόπον», πάω σε άλλον τόπο, μετακινούμαι
«ἀμφὶ δέ... βάλε γούνασι χεῑρας», πρόσπεσε στα πόδια κάποιου ως ικέτης, τόν παρακάλεσε
μέσ.
1. περιβάλλομαι, ντύνομαι
2. περιβάλλω
3. (για ύμνους) ρίχνομαι, απλώνομαι γύρω από κάποιον σαν δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημασία «αμφιβάλλω, δεν είμαι βέβαιος, αμφιταλαντεύομαι» τού ρ. είναι ήδη αρχαία. Απαντά στον Αριστοτέλη και σαφέστερα στον Πολύβιο. Η σημασιολ. εξέλιξη από τη σημ. «ρίχνω εδώ κι εκεί, γύρω» στη συνηθ. «αμφιβάλλω» πρωτοαπαντά στο επίθ. ἀμφίβολος «αμφισβητούμενος, διφορούμενος, ασαφής» ήδη στον Πλήμωνα (Κρατ. 437α) αλλά και στους Θουκυδίδη, Ξενοφώντα κ.ά. < ἀμφι-* + βάλλω.
ΠΑΡ. αμφίβολος
αρχ.
ἀμφίβλημα, ἀμφίβληστρον, ἀμφίβλητος, ἀμφιβολεύς, ἀμφίβολη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀμφιβάλλω — throw pres subj act 1st sg ἀμφιβάλλω throw pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιβάλλω — αμφιβάλλω, αμφέβαλα βλ. πίν. 146 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αμφιβάλλω — αμφέβαλα, έχω αμφιβολία, δεν είμαι βέβαιος για κάτι: Αμφιβάλλω αν τα πράγματα έγιναν όπως τα αφηγήθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμφιβάλησθε — ἀμφιβάλλω throw aor subj mp 2nd pl ἀμφιβάλλω throw aor subj act 2nd pl (epic) ἀμφιβά̱λησθε , ἀμφιβάλλω throw aor subj mid 2nd pl (doric) ἀμφιβά̱λησθε , ἀμφιβάλλω throw aor subj act 2nd pl (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιβάλῃ — ἀμφιβάλλω throw aor subj mp 2nd sg ἀμφιβάλλω throw aor subj act 3rd sg ἀμφιβά̱λῃ , ἀμφιβάλλω throw aor subj mid 2nd sg (doric) ἀμφιβά̱λῃ , ἀμφιβάλλω throw aor subj act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιβαλοῦσι — ἀμφιβάλλω throw aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀμφιβάλλω throw fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ἀμφιβάλλω throw fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιβαλοῦσιν — ἀμφιβάλλω throw aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀμφιβάλλω throw fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ἀμφιβάλλω throw fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιβάλλετε — ἀμφιβάλλω throw pres imperat act 2nd pl ἀμφιβάλλω throw pres ind act 2nd pl ἀμφιβάλλω throw imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιβάλλῃ — ἀμφιβάλλω throw pres subj mp 2nd sg ἀμφιβάλλω throw pres ind mp 2nd sg ἀμφιβάλλω throw pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιβαλεῖ — ἀμφιβάλλω throw fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἀμφιβάλλω throw fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”